- τιγκάρω
- Ν [τίγκα]1. (σχετικά με δοχείο) γεμίζω έως επάνω, ξεχειλίζω2. (αμτβ.) γεμίζω ασφυκτικά («τίγκαρε το θέατρο»)3. (η μτχ. παθ. παρακμ.) τιγκαρισμένος, -η, -ο- (για δοχείο ή για χώρο) γεμάτος ασφυκτικά.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.